- απέθαντος
- -η, -οαθάνατος, αιώνιος: Τα παπούτσια εκείνα είχαν βγει απέθαντα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απέθαντος — η, ο αθάνατος, άφθαρτος … Dictionary of Greek
Σκίπης, Σωτήρης — Ποιητής (1881 1952). Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λάρισα. Το 1897 ήρθε στην Αθήνα, όπου σε ηλικία 20 ετών κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή. Το 1904 διεύθυνε μαζί με τον Αρ. Καμπάνη το περιοδικό Ακρίτας.… … Dictionary of Greek
αθάνατος — η, ο 1. αυτός που δεν πεθαίνει, απέθαντος: Η ψυχή είναι αθάνατη. 2. ένδοξος, αλησμόνητος: Οι αθάνατοι ήρωες του Εικοσιένα. 3. στερεός, αχάλαστος (για συγκεκριμένα πράγματα): Αυτό το ύφασμα είναι αθάνατο. 4. αυτός που δίνει αθανασία: Πάω γι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)